πτεροφόρας

πτεροφόρας
πτερο-φόρᾱς, ου, ὀ, a name of certain sacred officers in Egypt, so called from the hawk's
A wing worn on their heads, nom. pl.

-φόραι OGI56.4

(Canopus, iii B.C.), 90.7 (Rosetta, ii B.C.): also -φόροι, Hsch.; cf. sq. 111, and πτεραφόρος.
II dat. sg. -φόρᾳ χιλιάρχῳ, perh. name of a military rank, or = πτεροφόρος 11, Men.Pk.104, cf. Hsch. s.v. πτεροφόροι.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πτεροφόρας — και πτεροφόρης, ὁ, Α 1. αυτός που έχει φτερά και, ιδίως, ο λειτουργός στην αρχαία Αίγυπτο ο οποίος έφερε στο κεφάλι φτερά γερακιού 2. προσωνυμία στρατιωτικού αξιωματούχου ή στρατιωτικού ταχυδρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. πτερόν + φόρας (< φέρω), πρβλ. πελτο …   Dictionary of Greek

  • πτεροφόραι — πτεροφόρας wing worn masc nom/voc pl πτεροφόρᾱͅ , πτεροφόρας wing worn masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροφόρ' — πτεροφόρα , πτεροφόρας wing worn masc voc sg πτεροφόρα , πτεροφόρας wing worn masc nom sg (epic) πτεροφόραι , πτεροφόρας wing worn masc nom/voc pl πτεροφόρᾱͅ , πτεροφόρας wing worn masc dat sg (attic doric aeolic) πτεροφόρα , πτεροφόρος feathered …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”